- φεγγαριάτικος
- η , ο1) лунный; 2) странный; неуравновешенный; капризный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεγγαριάτικος — η, ο 1. ο φεγγαρίσιος, ο φεγγαρένιος, ο σεληνιακός: Φεγγαριάτικο φως. 2. αυτός που σεληνιάζεται, που πάσχει από σεληνιασμό (επιληψία), που είναι επιληπτικός: Είναι φεγγαριάτικος κι όταν φεγγαριάζεται σπαρταράει σαν τo ψάρι. 3. μτφ., ο ιδιότροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαρένιος, -ια, -ιο — ο φεγγαριάτικος, ο φεγγαρίσιος, αυτός που είναι του φεγγαριού, ο σεληνιακός: Φεγγαρένιο φως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι του φεγγαριού, φεγγαριάτικος, φεγγαρένιος, σεληνιακός: Φεγγαρίσιο φως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)